οὐρανίοις

οὐρανίοις
οὐράνιος
heavenly
masc/neut dat pl
οὐράνιος
heavenly
masc/fem/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Οὐρανίοις — Οὐράνιος heavenly masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ВОЗНЕСЕНИЕ ГОСПОДНЕ — [греч. ᾿Ανάληψις τοῦ Κυρίου; лат. Ascensio Domini], Вознесение Иисуса Христа на небо одно из главных событий Свящ. истории. После В. Г. видимое земное присутствие Христа уступает место Его невидимому пребыванию в Церкви. В церковной традиции В. Г …   Православная энциклопедия

  • κυκλικός — Ο στρογγυλός, εκείνος που έχει σχήμα κύκλου. (Ιατρ.) Ασθένεια που εμφανίζει διαδοχικά και με κανονικό τρόπο τις εκδηλώσεις της. Με την εκδήλωση των πρώτων συμπτωμάτων της μπορούν να προβλεφθούν αυτά που θα επακολουθήσουν. (Μουσ.) Όρος που… …   Dictionary of Greek

  • περίγειος — α, ο / περίγειος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται γύρω από τη Γη, που την περιβάλλει 2. το ουδ. ως ουσ. το περίγειο(ν) αστρον. το πλησιέστερο προς τη Γη σημείο τής τροχιάς ουράνιου σώματος και ιδίως τής Σελήνης μσν. το ουδ. ως ουσ. 1. ολόκληρη η… …   Dictionary of Greek

  • υψωμα — ώματος, το / ὕψωμα, ΝΜΑ [ὑψῶ/ ώνω] υψωμένο μέρος τού εδάφους, ψήλωμα, λόφος (α. «ο στρατός κατέλαβε τα γύρω από την πόλη υψώματα» β. «οὐ χθὼν οὐρανίοις ὑψώμασι [φθονέει]», ΨΦωκυλ.) νεοελλ. 1. ύψωση, ανύψωση 2. εκκλ. ενσφράγιστο τεμάχιο από τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”